-
1 нарушение
нарушение с 1) (покоя, порядка) η διαταραχή, η διατάραξη 2) (правил, законов) η παράβαση, η παραβίαση* * *с1) (покоя, порядка) η διαταραχή, η διατάραξη2) (правил, законов) η παράβαση, η παραβίαση -
2 нарушение
нарушениес1. (покоя, тишины и т. п.) ἡ διαταραχή, ἡ διατάραξη [-ις]·2. (закона, обещания и т. п.) ἡ παραβίαση, ἡ παράβαση [-ις], ἡ ἀθέτηση, ἡ κατα,-ί πάτηση:\нарушение дисциплины ἡ παράβαση ттЙ πειθαρχίας· \нарушение обещания ἡ ἀθέτηση ὑπο-; σχέσης· \нарушение границы ἡ παραβίαση τών σιΗ νόρων. -
3 отступление
отступлениес1. воен. ἡ ὑποχώρηση[-ις], ἡ ὀπισθοχώρηση [-ις]:временное \отступление ἡ προσωρινή ὑποχώρηση·2. (уклонение) ἡ παρεκτροπή, ἡ παράβαση [-ις], τό παραμέρισμα:\отступление от закона (от правил) ἡ παράβαση τοῦ νόμου (τών κανόνων)·3. лит. ἡ παρέκβαση [-ις]. -
4 нарушение
-я ουδ.1. διατάραξη•нарушение общественной тишины и спокойствия διατάραξη της κοινής ησυχίας.
2. παραβίαση•нарушение границ παραβίαση των συνόρων.
|| παράβαση•нарушение закона παράβαση νόμου.
-
5 несоблюдение
-я ουδ. η μη τήρηση• παραβίαση, παράβαση• καταπάτηση•несоблюдение диеты παράβαση της δίαιτας.
-
6 отступление
-я ουδ.1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση• πισωδρόμηση•отступление вражеских войск υποχώρηση των εχθρικών στρατευμάτων.
2. μετακίνηση• απομάκρυνση• απόσυρση.3. κάμψη, λύγισμα•отступление перед трудностями λύγισμα μπροστά στις δυσκολίες.
4. παράβαση αθέτηση• ε, κτροπή απομάκρυνση•отступление от правил παράβαση των κανόνων•
отступление от темы απομάκρυνση από το θέμα.
(φιλγ.) παρέκβαση•лирическое отступление λυρική παρέκβαση.
-
7 преступление
-я ουδ.έγκλημα, κακούργημα•государственное преступление έγκλημα εσχάτης προδοσίας•
уголовное преступление έγκλημα, κακούργημα•
по должности παρανομία• κατάχρηση δικαιώματος υπαλλήλου.
|| παράβαση•преступление закона παράβαση νόμου (παρανομία).
-
8 нарушение
1. (прерывание действия) η διακοπή 2. (несоблюдение правил, законов) η παράβασηη παραβίαση3. мед. η διαταραχή, η διατάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нарушение
-
9 отступление
1. (отход) η υποχώρηση 2. (отказ от чего-л., нарушение чего-л.) η υπαναχώρηση, η παράβαση 3. литер. η παρέκβασηлирическое - λυρική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отступление
-
10 правонарушение
юр. η παράβαση του νόμου-итель ο παραβάτης (του νόμου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правонарушение
-
11 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
12 вопреки
вопрекипредлог παρά, στό πείσμα, ἀντίθετα:\вопреки чьему́-л. желанию παρά τήν ἐπιθυμία κάποιου· \вопреки здравому смыслу παρά κάθε λογική· \вопреки закону παρά τόν νόμο, κατά παράβαση τοῦ νόμου. -
13 должностной
должностнойприл ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπάλληλος:\должностнойо́е лнцо ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \должностнойо́е преступление ἡ ὑπηρεσιακή παράβαση. -
14 несоблюдение
несоблюдениес ἡ παράβαση [-ις], ἡ ἀθέτηση [-ις]. -
15 правонарушение
правонарушениес ἡ παράβαση (или ἡ καταπάτηση) τοῦ νόμου. -
16 преступление
преступлениес τό ἐγκλημα, τό κακούργημα:государственное \преступление τό ἔγκλη-μα ἐσχατης προδοσίας· \преступление по должности ἡ παρανομία, ἡ κατάχρηση [-ις], ἡ παράβαση [-ις]· уголовное \преступление τό ἐγκλημα, τό κακούργημα· предумышленное \преступление τό ἐγκλημα ἐκ προμελέτης· совершить \преступление διαπράττω (или κάνω) ἔγκλημα· поймать на месте \преступлениея а) συλλαμβάνω ἐπ' αὐτοφώρω, б) перен πιάνω στά πράσα. -
17 несоблюдение
[νισαμπλγιουντιένιιε] ουσ. ο. παράβαση -
18 несоблюдение
[νισαμπλγιουντιένιιε] ουσ ο παράβαση -
19 неустойка
-и θ.1. αθέτηση λόγου ή υπόσχεσης. || πρόστιμο για παράβαση όρου συμφωνίας.2. αποτυχία. -
20 перегиб
-а α.1. κάμψη, λύγισμα, κύρτωση.2. σημείο κάμψης.3. μτφ. παρέκκλιση, εκτροπή• παράβαση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… … Dictionary of Greek
παράβαση — η το να παραβαίνει κανείς νόμο, διάταξη, κανόνα, λόγο, υπόσχεση, αλλ. παραβίαση, αθέτηση: Από τα πειθαρχικά αδικήματα του δημόσιου υπαλλήλου είναι και η παράβαση του καθήκοντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβάσῃ — παραβάσηι , παράβασις going aside fem dat sg (epic) παραβά̱σῃ , παραβαίνω go by the side of aor part act fem dat sg (attic epic ionic) παραβά̱σῃ , παραβαίνω go by the side of aor subj act 3rd sg (doric) παραβά̱σῃ , παραβαίνω go by the side of fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
ζαβολιά — η 1. παράβαση τών όρων τού παιχνιδιού, κλέψιμο στο παιχνίδι, απάτη, ξεγέλασμα 2. φρ. «τρεις κι η ζαβολιά» λέγεται από τα παιδιά για δήλωση ότι δεν θα γίνει ανεκτός αυτός που θα κάνει κατά τη διάρκεια τού παιχνιδιού για τρίτη φορά την ίδια… … Dictionary of Greek
καταχρηστικός — ή, ό (Α καταχρηστικός, ή, όν) [καταχρώμαι] 1. αυτός που κάνει κατάχρηση 2. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται κατά παράβαση τού κανόνα ή με υπέρβαση τού αυστηρά ορθού, κακώς εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek